- θαμνόβιος
- -ο(για ζώα και πτηνά) αυτός που ζει σε θάμνους, αυτός που συχνάζει σε θαμνώδη μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -βιος < βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ευστ. Χρονόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαμνόβιος — α, ο αυτός που ζει μέσα σε θάμνους: Θαμνόβιο πουλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek